- γνωμηδόν
- γνωμηδόνvote by vote: indeclform (adverb )
Morphologia Graeca. 2013.
Morphologia Graeca. 2013.
γνωμηδόν — επίρρ. (Α) [γνώμη] φρ. «γνωμηδὸν πυνθάνεσθαι» με εξέταση τής κάθε μιας γνώμης … Dictionary of Greek
γνωμηδόν — vote by vote indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-ηδόν — πρόκειται για κατάλ. επιρρημάτων τής Αρχαίας που αποτελεί παρεκτεταμένη με η μορφή τού επιθήματος δον, που σχηματίστηκε με μετακίνηση τών ορίων τού επιθήματος από τύπους τών οποίων το θέμα έληγε σε η : αγελη δόν > αγελ ηδόν. Τόσο το επίθημα… … Dictionary of Greek